Το βιβλίο ιστοσελίδα απευθύνεται σε επαγγελματίες υγείας και βρίσκεται υπό συνεχή επεξεργασία. Η ύλη επεκτείνεται και θα ενημερώνεται συνεχώς. Ο στόχος του βιβλίου είναι να αποτελεί ένα εύχρηστο δωρεάν ενημερωτικό βοήθημα για τους ιατρούς, τους νοσηλευτές και γενικά τους υγειονομικούς. Δεν υποκαθιστά την κρίση του θεράποντος ιατρού, ο οποίος είναι και ο μόνος υπεύθυνος για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές του αποφάσεις και δεν αναλαμβάνεται καμία ευθύνη από τους συγγραφείς για την όποια έκβαση, οιουδήποτε περιστατικού συγκεκριμένου ασθενούς.
Θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου από κορονοϊό COVID-19
Ιωάννης Μπαραμπούτης MD, PhD
Ζητήματα και προκλήσεις κατά τη θεραπεία
Δείτε σελίδα (σύνδεσμος):
ΝΟΣΟΣ COVID-19: ΟΙ ΝΕΕΣ (;) ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ΥΓΕΙΑΣ
Σε περίπτωση υποψίας σε κάποιον ασθενή της λοίμωξης COVID-19, πρέπει:
1) Να λαμβάνονται μέτρα απομόνωσης και αποφυγής διασποράς της νόσου.
Αυτό προϋποθέτει τη δημιουργία χώρου διαλογής των ασθενών που προσέρχονται στο νοσοκομείο, ο οποίος πρέπει να βρίσκεται εκτός του τμήματος επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ), στην είσοδο του νοσοκομείου. Εκεί θα αναφέρει ο ασθενής τα συμπτώματά του και αν αυτά κρίνονται ως ύποπτα για τη νόσο COVID τότε ο ασθενής μεταφέρεται σε ξεχωριστό χώρο διαχείρισης ύποπτων περιστατικών ή ξεχωριστό χώρο βραχείας νοσηλείας με ανεξάρτητη είσοδο και έξοδο.
Ο ειδικός χώρος διαχείρισης ύποπτων περιστατικών ιδανικά πρέπει να διαθέτει σύστημα εξαερισμού αρνητικής πίεσης, ή έστω να είναι επαρκώς αεριζόμενος, να έχει υλικά για την εφαρμογή υγιεινής των χεριών και να απαγορεύεται η είσοδος του προσωπικού ή οποιουδήποτε άλλου χωρίς ατομικό εξοπλισμό προστασίας (μάσκα, γάντια, στολή ή "ποδιά"). Σε αυτό το χώρο λαμβάνονται τα δείγματα για τη διάγνωση και αντιμετωπίζονται οι ασθενείς μέχρι να εξακριβωθεί αν έχουν τη νόσο COVID-19 ή όχι. Επίσης συνιστάται η δημιουργία εντός του ειδικού χώρου διαχείρισης ύποπτων περιστατικών, ανεξάρτητου χώρου αναζωογόνησης COVID-19 με τουλάχιστον δύο θέσεις και τον απαραίτητο εξοπλισμό για την αντιμετώπιση βαρέως πασχόντων ασθενών με υποψία COVID-19 (πχ οξυγόνο, εξοπλισμός διασωλήνωσης, αναπνευστήρα, φάρμακα για αντιμετώπιση οξέων περιστατικών και για αιμοδυναμική υποστήριξη, κλπ).
Μόλις ληφθεί το αποτέλεσμα, οι ασθενείς πρέπει να μεταφέρονται από το χώρο διαχείρισης ύποπτων περιστατικών, είτε στο ειδικό τμήμα COVID-19 είτε στο κατάλληλο νοσηλευτικό τμήμα και ο κάθε θάλαμος εξέτασης και βραχείας νοσηλείας ασθενούς να απολυμαίνεται πριν να ξαναχρησιμοποιηθεί.
Ασθενείς με επιβεβαιωμένη λοίμωξη από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 που παραπέμπονται στο νοσοκομείο επειδή η βαρύτητα της κλινικής εικόνας ή οι συνυπάρχουσες παθήσεις (συνοσηρότητες) υπαγορεύουν ότι χρειάζονται νοσηλεία, πρέπει ταχέως να μεταφέρονται στο ειδικό COVID-19 τμήμα του νοσοκομείου ή να διακομίζονται στο τοπικό νοσοκομείο αναφοράς COVID-19. Κατά τη μεταφορά λαμβάνονται μέτρα για την αποφυγή μετάδοσης ή διασποράς του ιού.
Να γίνεται από τον ιατρό η εκτίμηση της βαρύτητας του περιστατικού, δηλαδή η ταξινόμησή του ως περιστατικού χαμηλού, ενδιάμεσου, ή υψηλού εκτιμώμενου κινδύνου ή ως ασθενούς σε κρίσιμη κατάσταση. (Βλέπε και τον αλγόριθμο παρακάτω που παρέχει παραμέτρους αξιολόγησης της βαρύτητας και εκτίμησης του κινδύνου). Αυτό γίνεται προκειμένου να κριθεί αν ο ασθενής δύναται να παραμείνει παρακολουθούμενος στο σπίτι ή αν χρειάζεται εισαγωγή στο νοσοκομείο και για να καθοριστεί η θεραπευτική αντιμετώπιση.
Επιπλέον γίνεται ο διαγνωστικός έλεγχος ύποπτου κρούσματος δηλαδή ο ιολογικός και λοιπός έλεγχος ( βλέπε κεφάλαιο Νόσος από κορονοϊό COVID -19. Διάγνωση-Διαφορική διάγνωση-Παρακλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις)
Γενική αντιμετώπιση των περιπτώσεων λοίμωξης COVID-19 ανάλογα με τη βαρύτητα της κλινικής εικόνας
Στους
μολυνθέντες από τον ιό SARS-CoV-2 χαμηλού
κινδύνου περιλαμβάνονται:
1) Οι ασυμπτωματικοί φορείς του ιού (θετική
εξέταση PCR ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος χωρίς συμπτώματα ) και
2) Οι ασθενείς με ήπια νόσο
Ασθενείς με ήπια κλινική εικόνα ( πχ ίωσης του ανώτερου αναπνευστικού ), χωρίς κλινικές ενδείξεις πνευμονίας (δηλ. χωρίς ακροαστικά ευρήματα πνευμονίας και χωρίς δύσπνοια, ή ταχύπνοια), με φυσιολογικό ή ικανοποιητικό κορεσμό οξυγόνου SpO2 ≥ 94% σε αναπνοή ατμοσφαιρικού αέρα (περιεκτικότητας σε οξυγόνο FiO2 21%) και χωρίς απεικονιστικά (ακτινολογικά) ευρήματα ενδεικτικά πνευμονικής λοίμωξης. Για αυτούς τους ασθενείς συστήνεται γενικά η κατ΄ οίκον αντιμετώπιση. Αρκεί να μπορούν να απομονωθούν στην οικία τους. Ωστόσο, η απόφαση για παραμονή κατ’οίκον ή εισαγωγή σε νοσοκομείο εξατομικεύεται κατά την κρίση του ιατρού, επειδή λαμβάνεται υπόψη και η ενδεχόμενη ύπαρξη σοβαρών παραγόντων κινδύνου για βαριά νόσο και η δυνατότητα του ασθενούς να παραμείνει απομονωμένος στην οικία του, διατηρώντας παράλληλα καλό επίπεδο επικοινωνίας με τον θεράποντα ιατρό.
Αυτοί οι ασθενείς λαμβάνουν μόνο υποστηρικτική αγωγή, ωστόσο αν έχουν και κάποιους παράγοντες κινδύνου, πχ ηλικία ≥ 70, ή παχυσαρκία, καρδιακή ή αναπνευστική νόσο, τότε μπορεί να τους χορηγηθεί κολχικίνη. Η κολχικίνη έχει εγκριθεί για χορήγηση σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς που έχουν παράγοντες κινδύνου και βρίσκονται στα αρχικά στάδια της νόσου. (Για την κολχικίνη βλ. παρακάτω). Η υποστηρικτική αγωγή περιλαμβάνει ανάπαυση, υγιεινή διατροφή με επαρκή πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και βιταμινών, επαρκή ενυδάτωση (χωρίς υπερβολές), αντιπυρετικά (παρακεταμόλη) αν χρειαστεί. (Ας ληφθεί υπόψιν ότι διατυπώνεται από πολλούς λοιμωξιολόγους η άποψη ότι ο πυρετός συμμετέχει στους μηχανισμούς άμυνας κατά των ιών και επομένως καλό είναι να μην γίνεται μεγάλη χρήση αντιπυρετικών, παρά μόνο στις περιπτώσεις υψηλού πυρετού). Οι ασθενείς που αντιμετωπίζονται στο σπίτι πρέπει να είναι σε επικοινωνία με τον ιατρό τους, ώστε σε περίπτωση ενδεχόμενης επιδείνωσης της κλινικής εικόνας ή επιμονής των συμπτωμάτων να επανεκτιμηθούν σύντομα και να αποφασισθεί αν χρειάζεται εισαγωγή στο νοσοκομείο.
Τα συμπτώματα ενδεχόμενης επιδείνωσης (δύσπνοια, μεγάλη εξάντληση, υψηλός πυρετός) πρέπει να εξηγούνται στον ασθενή και τους οικείους του, ώστε να ζητήσει έγκαιρα ιατρική βοήθεια αν εμφανισθούν.
Ασθενείς
με νόσο μέτριας ή ενδιάμεσης βαρύτητας είναι εκείνοι που έχουν κλινικά ή
απεικονιστικά ευρήματα πνευμονίας και δεν έχουν κορεσμό οξυγόνου < 94% στην παλμική
οξυμετρία (οξύμετρο δακτύλου), σε αναπνοή ατμοσφαιρικού αέρα (περιεκτικότητας
σε οξυγόνο FiO2 21%)
Όταν
ένας ασθενής πληρεί τα κριτήρια της νόσου
μέσης βαρύτητας το επόμενο βήμα είναι να
διευκρινισθεί εάν έχει ή όχι συνοσηρότητες (υποκείμενα νοσήματα που επιβαρύνουν
τον κίνδυνο για βαρύτερη εξέλιξη της λοίμωξης). Αυτές οι συνοσηρότητες είναι οι
εξής :
Χρόνιες
παθήσεις των πνευμόνων,
Σοβαρές
καρδιακές παθήσεις, συμπεριλαμβανόμενης της σοβαρής υπέρτασης,
Ανοσοκαταστολή : Καρκίνοι υπό ενεργό θεραπεία,
μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων ή αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, ανοσοανεπάρκειες,
HIV λοίμωξη (σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας-AIDS)
όταν δεν είναι καλώς ελεγχόμενη θεραπευτικά, και ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή
ή άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα,
Σακχαρώδης
διαβήτης,
Νεφρική
ανεπάρκεια,
Ηπατική
ανεπάρκεια,
Νοσογόνος παχυσαρκία ( με δείκτη μάζας σώματος ΒΜΙ >40). [Σημειώνεται ότι ο δείκτης μάζας σώματος (body mass index-BMI) θεωρείται ως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για την αντικειμενική μέτρηση της παχυσαρκίας ανδρών και γυναικών. Υπολογίζεται διαιρώντας το βάρος (σε κιλά) με το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα). ]
Οι ασθενείς με υποκείμενες παθήσεις είναι αυξημένου κινδύνου για επιδείνωση και πρέπει να παρακολουθούνται στενά μέχρι να αναρρώσουν, ενώ είναι υποψήφιοι για θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα κατά του κορωνοϊού SARS-CoV-2 ή και με κολχικίνη.1)
Ασθενείς με νόσο μέτριας βαρύτητας χωρίς υποκείμενα νοσήματα να
παρακολουθούνται στο σπίτι , όπως και οι ασθενείς ήπιας βαρύτητας. Οι ασθενείς
που αντιμετωπίζονται στο σπίτι πρέπει να είναι σε επικοινωνία με τον ιατρό
τους, ώστε σε περίπτωση ενδεχόμενης επιδείνωσης της κλινικής εικόνας ή επιμονής
των συμπτωμάτων να επανεκτιμηθούν σύντομα και να αποφασισθεί αν χρειάζεται
εισαγωγή στο νοσοκομείο. Τα συμπτώματα ενδεχόμενης επιδείνωσης (δύσπνοια,
μεγάλη εξάντληση, υψηλός πυρετός) πρέπει να εξηγούνται στον ασθενή και τους
οικείους του, ώστε να ζητήσει έγκαιρα ιατρική βοήθεια αν εμφανισθούν.
2) Ασθενείς με νόσο μέτριας βαρύτητας και ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω υποκείμενα νοσήματα είναι προτιμότερο να εισάγονται στο νοσοκομείο, ή εναλλακτικά να παρακολουθούνται στο σπίτι, αλλά σε στενή παρακολούθηση και επικοινωνία με το θεράποντα ιατρό, ενώ είναι υποψήφιοι για θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα ή κολχικίνη.
Πότε μπορούν να χορηγηθούν τα μονοκλωνικά αντισώματα
Σε εξωτερικούς ασθενείς με ήπιας έως μέτριας βαρύτητας νόσο COVID-19 που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για εξέλιξη της νόσου, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι θεραπείες που βασίζονται σε αντισώματα εναντίον του ιού SARS-CoV-2 μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα για κλινικό όφελος κατά τα πρώτα στάδια της λοίμωξης. Για αυτούς τους ασθενείς, το NIH (εθνικός οργανισμός υγείας των ΗΠΑ) συνιστά τη χορήγηση ενός από τους δύο παρακάτω συνδυασμούςμονοκλωνικών αντισωμάτων κατά του κορωνοϊού SARS-CoV-2• Bamlanivimab 700 mg και etesevimab 1.400 mg (μπαμλανιβιμάμπη και ετεσεβιμάμπη)
ή
• Casirivimab 1.200 mg και imdevimab 1.200 mg
(κασιριβιμάμπη και ιμδεβιμάμπη)
Τα παραπάνω 4 διαφορετικά μονοκλωνικά αντισώματα, που χρησιμοποιούνται σε αυτούς τους συνδυασμούς (ανά δύο), έχουν τη ιδιότητα να συνδέονται με διαφορετικούς επιτόπους (θέσεις) της περιοχής πρόσδεσης στον υποδοχέα (receptor binding site-RBD) που περιλαμβάνεται στην υπομονάδα S1 της πρωτεϊνικής ακίδας S του κορωνοϊού SARS-CoV-2.
Αυτά τα αντισώματα συνδεόμενα με την περιοχή πρόσδεσης της πρωτεΐνης S στον υποδοχέα του ACE-2, εμποδίζουν τη σύνδεση και είσοδο του ιού στο κύτταρο –ξενιστή. Έτσι μειώνουν τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και την πιθανότητα εμφάνισης βαριάς λοίμωξης σε ασθενείς με ήπια προς μέτριας βαρύτητας νόσο COVID-19.
Πότε μπορεί να χορηγηθεί η κολχικίνη
1) Ασθενείς ηλικίας ≥ 70 ετών ή
2) Ασθενείς ηλικίας μεταξύ 40 και 70 ετών που έχουν κάποιον από τους παρακάτω παράγοντες
•Παχυσαρκία με δείκτη μάζας σώματος ΒΜΙ ≥ 30 Kg/m 2
• Άσθμα, Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
•Σακχαρώδη διαβήτη
• Υπέρταση που δεν είναι καλά ελεγχόμενη (συστολική ≥ 150 mmHg)
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Στεφανιαία νόσο
• Πυρετό ≥ 38,4 οC
τις τελευταίες 48 ώρες
Η μελέτη GRECCO-19, μία μικρότερη τυχαιοποιημένη ελληνική μελέτη σε 105 νοσοκομειακούς ασθενείς με νόσο COVID-19 έδειξε χαμηλότερα ποσοστά κλινικής επιδείνωσης στην ομάδα ασθενών που έλαβαν κολχικίνη σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Επίσης στην ομάδα της κολχικίνης παρατηρήθηκε συγκριτικά μικρότερη άνοδος στα D-διμερή.
Ωστόσο σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω μελέτη και ανάλυση των δεδομένων πριν εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, αν και το φάρμακο έχει ήδη αρχίσει να χορηγείται για τη νόσο COVID-19. Οι συνθήκες της πανδημίας εξάλλου, καθιστούν λογική την ταχεία υιοθέτηση θεραπειών, όταν προκύπτουν για αυτές τις θεραπείες ενδείξεις επωφελούς δράσης.
0,5 mg x 2 φορές ημερησίως για τις 3 πρώτες ημέρες και
0,5mg ημερησίως για επιπλέον 27 ημέρες.
1. ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΙ:
▪ Ηλικία >65 έτη
▪ Παχυσαρκία (BMI> 30 Kg/m2 )
▪ Ιστορικό θρομβοεμβολικής νόσου
▪ Θρομβοφιλία ( συγγενή ή επίκτητη)
▪ Ενεργό καρκίνο ή καρκίνο για τον οποίο τους χορηγήθηκε θεραπευτική αγωγή το τελευταίο εξάμηνο
▪ Νευρολογική νόσο με μειωμένη κινητοποίηση
▪ Πρόσφατο χειρουργείο ή τραύμα
Όταν αποφασίζεται θρομβοπροφύλαξη (με βάση τα παραπάνω), συνήθως χρησιμοποιείται ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH), η οποία θεωρείται γενικά προτιμότερη. Εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα αντιπηκτικά όπως fondaparinux ή αμέσως δρώντα (νεότερα) αντιπηκτικά από το στόμα (DOACs) στην προκαθορισμένη δόση για προφύλαξη). Οι δόσεις τροποποιούνται από τον θεράποντα ιατρό αναλόγως της νεφρικής, ηπατικής λειτουργίας και του αριθμού αιμοπεταλίων ή του σωματικού βάρους. Η θρομβοπροφύλαξη χορηγείται για 7 - 10 ημέρες ή και περισσότερο επί επιμονής των συμπτωμάτων. Ασθενείς που βρίσκονται ήδη υπό αγωγή με DOACs, κουμαρινικά (ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ , πχ ασενοκουμαρόλη, βαρφαρίνη), ή αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα για οποιαδήποτε ένδειξη, παραμένουν σε αυτή την αγωγή.
Ασθενείς με σοβαρή
νόσο
Πρόκειται
για ασθενείς με κλινικά ή απεικονιστικά ευρήματα πνευμονίας και ένα από τα παρακάτω:
• Κορεσμός
της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο, SpO2<94% στον ατμοσφαιρικό αέρα (FiO2
21%)
• PO2/FiO2<300
• Σημαντική
ταχύπνοια με αναπνοές > 30/λεπτό
• Διηθήματα
στην ακτινογραφία θώρακος ή την αξονική τομογραφία που καταλαμβάνουν μεγάλη
έκταση, δηλαδή >50% του πνευμονικού παρεγχύματος
Όπως
είναι ευνόητο, οι ασθενείς αυτοί εισάγονται ταχέως στο νοσοκομείο
■ Εκείνοι που έχουν ηλικία >65 ή υποκείμενο νόσημα σε συνδυασμό με ακτινολογικά ευρήματα λοίμωξης του κατώτερου αναπνευστικού.
Πρώτες ενέργειες κατά την είσοδο του ασθενούς με λοίμωξη COVID-19 στο νοσοκομείο
Οι ασθενείς που εξετάζονται στο νοσοκομείο υποβάλλονται σε διαγνωστικό έλεγχο που εκτός από το ιστορικό και την αντικειμενική εξέταση περιλαμβάνει επιπλέον τις εξής εξετάσεις:
Παλμική οξυμετρία (ή εξέταση αερίων αρτηριακού αίματος), ακτινογραφία θώρακα (CXR) ή αν κριθεί απαραίτητο και υπολογιστική τομογραφία θώρακα- CT (η οποία έχει αποδειχτεί περισσότερο επιβοηθητική στην ανάδειξη των ακτινολογικών ευρημάτων της ιογενούς πνευμονικής λοίμωξης) ΗΚΓ 12 απαγωγών (και προσδιορισμός του διαστήματος QT ή σωστότερα QTc), γενική αίματος, τις συνήθεις βιοχημικές εξετάσεις ( Glu, Ure, Cre, Na, K, Ca, Mg, AST, ALT, γ-GT, ALP, χολερυθρίνη, CPK, LDH) και επιπλέον έλεγχο πήξης, D-διμερή (D-dimers), CRP και φερριτίνη (Οι τρεις τελευταίες εξετάσεις, όταν είναι αυξημένες, είναι δείκτες βαρύτητας της λοίμωξης). Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται και εξέταση καρδιακής τροπονίνης (cTnI ή cTnT). (Όταν υπάρχει άνοδος της τροπονίνης, θέτει την υποψία και την ένδειξη ελέγχου για ενδεχόμενη καρδιακή βλάβη, καρδιακή ισχαιμία ή και ιογενή μυοκαρδίτιδα: Αν υπάρχουν ύποπτες ΗΚΓφικές αλλοιώσεις, συμπτώματα ή κλινικά σημεία καρδιακής ανεπάρκειας, συνιστάται άμεση καρδιολογική εκτίμηση και υπερηχογράφημα καρδιάς). Μπορεί να χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις κατά περίπτωση, ανάλογα με την παρουσία ή όχι επιπλοκών στην κλινική εικόνα του ασθενούς.
Τονίζεται
ότι σε ασθενείς που παρουσιάζουν δύσπνοια ή υποξυγοναιμία (στην παλμική οξυμετρία
ή τα αέρια αίματος) γίνεται ταχέως έναρξη χορήγησης οξυγόνου.
Κατά την εκτίμηση των ασθενών στο νοσοκομείο, ασθενείς που μπορούν να μην εισαχθούν τελικά αλλά να τους δοθούν οδηγίες για ανάρρωση στο σπίτι είναι εκείνοι που:
Δεν έχουν δύσπνοια ή ταχύπνοια, και στην παλμική οξυμετρία (οξύμετρο δακτύλου) έχουν ικανοποιητικό κορεσμό της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο (SpO2 ≥ 94% στον ατμοσφαιρικό αέρα) ενώ επιπλέον :
Δεν έχουν άλλους παράγοντες κινδύνου (μεγάλη ηλικία, συνοσηρότητες)
Στους ασθενείς που εισάγονται στο νοσοκομείο, αν εμφανίζουν δύσπνοια ή ελαττωμένο κορεσμό της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο (SpO2) γίνεται άμεση έναρξη χορήγησης οξυγόνου και επιπλέον γίνεται έναρξη θρομβοπροφύλαξης και θεραπείας με δεξαμεθαζόνη και ρεμδεσιβίρη . Η θεραπεία με ρεμδεσιβίρη και δεξαμεθαζόνη έχει ένδειξη γενικά στους νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19 που έχουν σοβαρή νόσο , δηλαδή ευρήματα ιογενούς πνευμονίας σε συνδυασμό με ανάγκη χορήγησης οξυγόνου (SpO2 <94%). Η θρομβοπροφύλαξη με χορήγηση προφυλακτικής δόσης ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους (ή κλασικής ηπαρίνης σε περίπτωση σοβαρής νεφρικής ανεπάρκειας με κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/λεπτό) ενδείκνυται σε όλους τους νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19, ενώ στους πάσχοντες από βαριά νόσο που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ χορηγείται υψηλότερη δόση (ενδιάμεση μεταξύ προφυλακτικής και θεραπευτικής). Περισσότερα στοιχεία για τις δόσεις της δεξαμεθαζόνης, της ρεμδεσιβίρης και της θρομβοπροφύλαξης αναφέρονται σε επόμενες παραγράφους.
Χορήγηση οξυγόνου στους ασθενείς με νόσο κορωνοϊού COVID-19
Ο ελάχιστος αποδεκτός στόχος για τον κορεσμό (SpO2 ) είναι γενικά >90% και για έγκυες γυναίκες >92%.
►Για τους ασθενείς που έχουν αναπνευστική ανεπάρκεια με υποξαιμία που επιμένει με τη συνήθη οξυγονοθεραπεία (πχ ρινικοί καθετήρες με ροή οξυγόνου 4-5 λίτρα/λεπτό) αντί για τη χρήση της μάσκας με αποθεματικό ασκό, μία άλλη θεραπευτική επιλογή είναι η χορήγηση οξυγόνου με ρινικoύς καθετήρές υψηλής ροής (HFNC-high flow nasal cannula). Οι παραπάνω συσκευές, όπως και οι συσκευές CPAP έχει δειχθεί σε μελέτες ότι μπορούν να συμβάλουν στην αποτροπή της διασωλήνωσης και μηχανικού αερισμού.
Επειδή οι συσκευές HFNC παράγουν ένα βαθμό αερολύματος, η χρήση τους θα πρέπει να συνδυάζεται με αυξημένα μέτρα προστασίας όταν ο ασθενής πάσχει από μολυσματικό νόσημα, όπως η λοίμωξη COVID-19 ή η γρίπη.
Θρομβοπροφύλαξη
σε ασθενείς με τη νόσο COVID-19
Μελέτες έχουν δείξει υψηλό ποσοστό θρομβοεμβολικών επιπλοκών μεταξύ νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19, ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που εμφανίζουν βαριά κλινική εικόνα της λοίμωξης. Όλοι οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με τη νόσο COVID-19 πρέπει να προφυλάσσονται από θρομβοεμβολικές επιπλοκές με ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH) (π.χ. ενοξαπαρίνη) στις συνιστώμενες προφυλακτικές δόσεις, που καθορίζονται σύμφωνα με το σωματικό βάρος και τη νεφρική λειτουργία. Για αυτή τη χορήγηση θρομβοπροφύλαξης σε όλους τους νοσηλευόμενους ασθενείς, σημειώνεται ότι υπάρχει ομόφωνη σύσταση των αρμοδίων ιατρικών φορέων. Ειδικά για ασθενείς που εξαιτίας της βαρύτητας της κατάστασής τους νοσηλεύονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), οι συνιστώμενες δόσεις θρομβοπροφύλαξης είναι υψηλότερες (βλ. παρακάτω).
Οι συνιστώμενες δόσεις θρομβοπροφύλαξης για ασθενείς
νοσηλευόμενους στην κλινική (όχι στη ΜΕΘ) ανάλογα με το σωματικό
βάρος και τη νεφρική λειτουργία, δηλαδή την κάθαρση κρεατινίνης (CrCl) δίνονται στον παρακάτω
πίνακα:
Βάρος |
CrCl ³ 30 ml/min |
CrCl < 30 ml/min |
< 50 kg |
Enoxaparin
30 mg 1 φορά στο 24ωρο |
Ηπαρίνη
5000 U 2 φορές στο 24ωρο |
50-79 kg |
Enoxaparin
40 mg 1 φορά στο 24ωρο |
|
80-120 Kg |
Enoxaparin
60 mg 1 φορά στο 24ωρο |
Ηπαρίνη 5000 U 3 φορές στο 24ωρο |
>120 kg |
Enoxaparin
40-60 mg κάθε 12 ώρες |
Ηπαρίνη 7500 U 3 φορές στο 24ωρο |
Οι
δόσεις είναι ενδεικτικές και απαιτείται προσαρμογή βάσει του θρομβωτικού και αιμορραγικού
κινδύνου. H ενοξαπαρίνη ( Enoxaparin) αναφέρεται σαν παράδειγμα, ωστόσο μπορεί
να χρησιμοποιηθεί αντί αυτής οποιαδήποτε
ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους.
Σε
ασθενείς της ΜΕΘ οι οποίοι δεν έχουν υψηλό αιμορραγικό κίνδυνο και σημαντική παράταση
των χρόνων πήξης του αίματος ΡΤ, ΑΡΤΤ ή σοβαρή
θρομβοπενία (αιμοπετάλια < 50.000), αλλά εμφανίζουν υψηλούς δείκτες φλεγμονής
όπως είναι οι υψηλές τιμές ινωδογόνου, D-Dimers, ή CRP προτείνεται η αύξηση της
θρομβοπροφύλαξης σε ενδιάμεση δόση (βλ. πίνακα), δηλαδή σε δόση ενδιάμεση
μεταξύ της προφυλακτικής και της θεραπευτικής. Ασθενείς νοσηλευόμενοι σε ΜΕΘ:
|
Οι δόσεις είναι ενδεικτικές και απαιτείται προσαρμογή βάσει του θρομβωτικού και αιμορραγικού κινδύνου. H ενοξαπαρίνη ( Enoxaparin) αναφέρεται σαν παράδειγμα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί αυτής οποιαδήποτε ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους
Ένας
γενικός κανόνας που ισχύει για όλους τους ασθενείς είναι ότι αν υπάρχουν αντενδείξεις για τη χρήση των παραπάνω αντιπηκτικών φαρμάκων, τότε φυσικά τα αντιπηκτικά δεν χορηγούνται.Ωστόσο, οι αντενδείξεις θα πρέπει να αξιολογούνται και να επανελέγχονται διεξοδικά και σε τακτά χρονικά διαστήματα και να γίνεται χρήση εξοπλισμού για μηχανική συμπίεση των κάτω άκρων (συμπιεστικές κάλτσες). Στις αντενδείξεις περιλαμβάνονται η ενεργός αιμορραγία, αριθμός αιμοπεταλίων μικρότερος από 25.000 /μL ή/και επίπεδα ινωδογόνου κάτω από 0,5 g/L.
Συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή στη δοσολογία, ειδικά σε ασθενείς με μειωμένο ή αυξημένο δείκτη μάζας-σώματος (BMI), καθώς και σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία.
Σε περίπτωση αυξημένων χρόνων προθρομβίνης (PT) ή και ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (aPTT) καθώς και παρουσίας αντιπηκτικού λύκου, συνιστάται η ίδια στρατηγική θρομβοπροφύλαξης, εφόσον δεν υπάρχουν οι αντενδείξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Σε ασθενείς οι οποίοι πριν την εισαγωγή στο νοσοκομείο λάμβαναν από του στόματος αντιπηκτική αγωγή, δηλ. νεότερα αντιπηκτικά από του στόματος (DOACs) ή κουμαρινικά (ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ –VKAs), πχ λόγω κολπικής μαρμαρυγής, κατά την νοσηλεία τους συνιστάται μετατροπή της αντιπηκτικής αγωγής σε θεραπευτική δόση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH).Βλέπε και παρακάτω την παράγραφο “Θεραπευτική
αντιμετώπιση αιματολογικών διαταραχών σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19”.
Συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή στη δοσολογία, ειδικά σε ασθενείς με μειωμένο ή αυξημένο δείκτη μάζας-σώματος (BMI), καθώς και σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία.
Σε περίπτωση αυξημένων χρόνων προθρομβίνης (PT) ή και ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (aPTT) καθώς και παρουσίας αντιπηκτικού λύκου, συνιστάται η ίδια στρατηγική θρομβοπροφύλαξης, εφόσον δεν υπάρχουν οι αντενδείξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Σε ασθενείς οι οποίοι πριν την εισαγωγή στο νοσοκομείο λάμβαναν από του στόματος αντιπηκτική αγωγή, δηλ. νεότερα αντιπηκτικά από του στόματος (DOACs) ή κουμαρινικά (ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ –VKAs), πχ λόγω κολπικής μαρμαρυγής, κατά την νοσηλεία τους συνιστάται μετατροπή της αντιπηκτικής αγωγής σε θεραπευτική δόση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH).
Βλέπε και παρακάτω την παράγραφο “Θεραπευτική
αντιμετώπιση αιματολογικών διαταραχών σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19”.
Διάρκεια
θρομβοπροφύλαξης
Γενικά προτείνεται να συνεχίζεται τουλάχιστον για μια βδομάδα μετά την έξοδο από το νοσοκομείο. Ειδικά σε ασθενείς υψηλού θρομβωτικού κινδύνου (παρατεταμένη ακινητοποίηση, ιστορικό εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης ή πνευμονικής εμβολής, γνωστή θρομβοφιλία, παχυσαρκία δηλ. δείκτη μάζας-σώματος > 30, αυτοάνοσα νοσήματα, ιστορικό καρκίνου, παρατεταμένη νοσηλεία σε ΜΕΘ ή σε ασθενείς με υψηλούς δείκτες φλεγμονής) κρίνεται προτιμητέα η θρομβοπροφύλαξη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (από 15 έως 45 ημέρες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο) υπό την προϋπόθεση ότι έχουν χαμηλό εκτιμώμενο αιμορραγικό κίνδυνο.
Πότε
χορηγείται η θεραπεία με δεξαμεθαζόνη και ρεμδεσιβίρη σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19
Στους ασθενείς με ακόμα βαρύτερη νόσο, δηλ. εκείνους που απαιτούν θεραπεία με υψηλή ροή Ο2, μη επεμβατικό μηχανικό αερισμό, ή διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό, ή ECMO (εξωσωματική οξυγόνωση της κυκλοφορίας μέσω μεμβράνης) η δεξαμεθαζόνη χορηγείται ενδοφλεβίως στη δόση που ήδη αναφέρθηκε ή και μεγαλύτερη δόση αν ο ιατρός κρίνει ότι χρειάζεται. Η ρεμδεσιβίρη μπορεί να χορηγηθεί και στους ασθενείς που απαιτούν θεραπεία με υψηλή ροή Ο2, ή μη επεμβατικό μηχανικό αερισμό, παράλληλα με τη δεξαμεθαζόνη και την επιπλέον προσθήκη τοσιλιζουμάμπης (η τοσιλιζουμάμπη αφορά εκείνους που έχουν ταχεία επιδείνωση και ενδείξεις έντονης φλεγμονής). Ωστόσο η σύσταση για τη ρεμδεσιβίρη σε αυτή την κατηγορία ασθενών είναι λιγότερο ισχυρή από ότι στην κατηγορία των ασθενών που απαιτούν οξυγονοθεραπεία με μικρή ή μέτρια ροή οξυγόνου , λόγω της μικρότερης αποτελεσματικότητάς της σε προχωρημένα στάδια της νόσου.
Στους ασθενείς με πολύ βαριά νόσο που αντιμετωπίζονται με διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό (επεμβατικό αερισμό) ή με ECMO τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ότι η ρεμδεσιβίρη δεν προσφέρει όφελος. Συνεπώς στους αντιμετωπιζόμενους με διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό ή με ECMO συστήνεται μόνο η θεραπεία με δεξαμεθαζόνη (και όχι η ρεμδεσιβίρη).
Ωστόσο, στην υποκατηγορία αυτών των ασθενών στους οποίους η επιδείνωση που προκάλεσε την εισαγωγή στη ΜΕΘ ήταν πρόσφατη (εισαγωγή στη ΜΕΘ εντός του τελευταίου εικοσιτετραώρου) συστήνεται να προστεθεί στη θεραπεία με τη δεξαμεθαζόνη επιπλέον και η τοσιλιζουμάμπη, ενώ μπορεί να δοκιμαστεί και η συγχορήγηση ρεμδεσιβίρης (αλλά η τελευταία με ασθενή ένδειξη και αμφίβολο αποτέλεσμα).
ανάγκη για χρήση οξυγονοθεραπείας (χορήγηση οξυγόνου).
Αντενδείξεις και προφυλάξεις: Η ρεμδεσιβίρη δεν συνιστάται για ασθενείς με εκτιμώμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης (eGFR) <30 mL / min ανά 1,73 m2, ( εκτός εάν το πιθανό εκτιμώμενο όφελος υπερτερεί του πιθανού κινδύνου).
Τα ηπατικά ένζυμα πρέπει να ελέγχονται πριν και κατά τη χορήγηση της ρεμδεσιβίρης. Η ρεμδεσιβίρη γενικά αποφεύγεται σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία και χρησιμοποιείται σε αυτούς τους ασθενείς μόνο εφόσον κρίνεται ότι το πιθανό όφελος υπερτερεί του δυνητικού κινδύνου.Δεν πρέπει να γίνεται έναρξη χορήγησης ρεμδεσιβίρης σε ασθενείς με αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (ALT) ≥ 5 φορές το ανώτερο όριο του φυσιολογικού.
Η ρεμδεσιβίρη πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που παρουσιάζουν ALT ≥ 5 φορές το ανώτερο όριο του φυσιολογικού κατά τη διάρκεια της θεραπείας. (Μπορεί να γίνει επαναχορήγηση του φαρμάκου όταν η τιμή της ALT πέσει <5 φορές το ανώτερο όριο του φυσιολογικού). Επίσης η ρεμδεσιβίρη πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που εμφανίζουν αύξηση της ALT συνοδευόμενη από σημεία ή συμπτώματα ηπατικής φλεγμονής, ή από κάποιες άλλες ενδείξεις ηπατικής δυσλειτουργίας, συγκεκριμένα αυξημένη συζευγμένη χολερυθρίνη, ή αλκαλική φωσφατάση ή αυξημένο INR (διεθνή κανονικοποιημένη αναλογία του χρόνου προθρομβίνης).
Οι
πιο συχνές παρενέργειες της ρεμδεσιβίρης είναι η ναυτία, η άνοδος των
τρανσαμινασών και το εξάνθημα, ενώ σπανίως μπορεί να παρατηρηθεί αναφυλακτική
αντίδραση.
Η ρεμδεσιβίρη δεν πρέπει να χορηγείται με υδροξυχλωροκίνη ή χλωροκίνη λόγω πιθανών
αλληλεπιδράσεων με αυτά τα φάρμακα.
Λοιπές
/ συμπληρωματικές θεραπείες για τη νόσο COVID
-19
Περιλαμβάνουν κυρίως τα ανοσοτροποποιητικά φάρμακα ( πχ μπαρισιτινίμπη, τοσιλιζουμάμπη, σαριλουμάμπη, ανακίνρα), την ιντερφερόνη, τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά της πρωτεϊνης S του ιού, τη θεραπεία με πλάσμα αναρρωνύοντων ατόμων και την κολχικίνη. Περισσότερα στοιχεία για αυτές τις θεραπείες αναφέρονται παρακάτω, στην παράγραφο με τίτλο «ερευνητικά θεραπευτικά πρωτόκολλα-δοκιμαζόμενες θεραπείες».Ενδοφλέβια υγρά
Η χορήγηση ενδοφλέβιων υγρών σε ασθενείς με κλινική εικόνα σοβαρής λοίμωξης του αναπνευστικού από τη νόσο COVID-19 (ενήλικες και παιδιά) πρέπει να είναι προσεκτική και σχετικά ελαττωμένη, εκτός αν ο ασθενής είναι σε καταπληξία (σόκ). Αυτή η σύσταση υπάρχει στις κατευθυντήριες οδηγίες οργανισμών, όπως το CDC (Centers for Disease Control and prevention https://www.cdc.gov/), επειδή έχει παρατηρηθεί ότι η "επιθετική" ενυδάτωση σχετίζεται με επιδείνωση της αναπνευστικής δυσχέρειας σε τέτοιους ασθενείς (ενήλικες και παιδιά).
Εμπειρική αντιβιοτική αγωγή/ Εμπειρική αντιγριπική αντιιική αγωγή (πότε χορηγείται)
Εμπειρική αντιβιοτική αγωγή μπορεί να χρειαστεί όταν:►Ο ασθενής έχει κλινική εικόνα οξείας λοίμωξης του αναπνευστικού και η διάγνωση είναι ακόμα αβέβαιη σε αναμονή των αποτελεσμάτων των εργαστηριακών και παρακλινικών εξετάσεων, ή
► Όταν είναι επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19 αλλά έχει κλινική εικόνα σήψης ή υπάρχει υποψία ότι έχει επιπλακεί από δευτερογενή βακτηριακή λοίμωξη (πχ αιφνίδια επιδείνωση του πυρετού και της ακτινολογικής εικόνας με εμφάνιση νέας πύκνωσης, κλπ).
Ωστόσο, με βάση τη βιβλιογραφία, η δευτερογενής
βακτηριακή λοίμωξη δεν είναι συχνή και δεν συνιστάται η χορήγηση αντιβιοτικής
αγωγής σε όλους τους ασθενείς με πνευμονία από τη νόσο COVID-19 , παρά μόνο όταν υπάρχουν υπόνοιες
βακτηριακής επιλοίμωξης ή διαγνωστικές αμφιβολίες.
Βλέπε και το κεφάλαιο Σημαντικά στοιχεία από την κλινική εμπειρία, στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου COVID -19 , όπου περιέχονται λεπτομερής συζήτηση για το θέμα της αντιμικροβιακής αγωγής καθώς και αποσπάσματα από δημοσιευμένο άρθρο για προτεινόμενη θεραπευτική στρατηγική για νοσηλευόμενους ασθενείς.
Θεραπευτική αντιμετώπιση αιματολογικών διαταραχών σε ασθενείς με λοίμωση COVID-19
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΠΗΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τονίζεται ότι δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή τεκμηριωμένες μελέτες για τη βέλτιστη διαχείριση των διαταραχών πηκτικότητας σε ασθενείς με νόσο COVID-19. Συστήνονται τα παρακάτω με βάση οδηγίες από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών (NIH), την Ιταλική Εταιρεία Θρόμβωσης και Αιμόστασης καθώς και την Αιματολογική Εταιρεία των ΗΠΑ :
Ενδιάμεσες δόσεις (μεγαλύτερες από την προφυλακτική δόση και μικρότερες από τη θεραπευτική): Η χορήγηση "ενδιάμεσης δόσης" LMWH (για παράδειγμα, ενοξαπαρίνης 4000 μονάδων υποδόρια κάθε 12 ώρες) μπορεί να εξεταστεί κατά περίπτωση, ειδικά σε παρουσία πολλαπλών και ισχυρών παραγόντων θρομβωτικού κινδύνου, ή σε νοσηλευόμενους σε ΜΕΘ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Συνεπώς, η χορήγηση θεραπευτικών δόσεων δεν μπορεί να συστηθεί ως τυπική αντιπηκτική θεραπεία για όλους τους ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 στην παρούσα φάση. Μια τέτοια σύσταση θα μπορούσε να εξετασθεί μόνο αν υπήρχαν τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που να συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια υψηλότερων δόσεων ηπαρίνης (χαμηλού μοριακού βάρους ή μη κλασματοποιημένης) από τις συνιστώμενες για προφύλαξη.
Συνιστάται επαγρύπνηση και μια εξατομικευμένη προσέγγιση για τον κάθε ασθενή, με στόχο την εξισορρόπηση της σχέσης κινδύνου/οφέλους των διαφόρων αντιθρομβωτικών στρατηγικών, λαμβάνοντας υπόψη την υποκείμενη υπερπηκτική κατάσταση.
Συνιστάται επίσης στενή συνεργασία μεταξύ όλων των ειδικών, συμπεριλαμβανομένων και αιματολόγων, για τη θεραπεία ασθενών με COVID-19 και σύνθετα προβλήματα.
Αιμορραγική διάθεση σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19
Σημειώνεται ότι αιμορραγική διάθεση έχει παρατηρηθεί αρκετά σπάνια στη λοίμωξη COVID-19, παρά τις συχνές διαταραχές των δοκιμασιών πήξεως.
Η υποστηρικτική φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης της μετάγγισης προϊόντων αίματος, πρέπει να εξατομικεύεται. Η χρήση παραγώγων αίματος δεν πρέπει να γίνεται μόνο βάσει εργαστηριακών αποτελεσμάτων, αλλά να φυλάσσεται για ασθενείς με ενεργό αιμορραγία, ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση ή επεμβατική πράξη ή που θεωρούνται υψηλού κινδύνου για σημαντικές αιμορραγικές επιπλοκές. Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν συγκεκριμένα «ασφαλή» όρια τιμών αιματολογικών εξετάσεων και τα αναφερόμενα κατώτατα όρια παρακάτω είναι μόνο για καθοδήγηση.
Σύμφωνα με μεγάλο αριθμό μελετών, για ασθενείς που δεν αιμορραγούν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η διόρθωση των εργαστηριακών παραμέτρων με προϊόντα αίματος βελτιώνει την πρόγνωση. Η χρήση τους ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις να τροφοδοτήσει περαιτέρω τη θρομβωτική διαδικασία και να μειώσει περαιτέρω τα σπάνια προϊόντα αίματος.
Για ασθενείς με ενεργό αιμορραγία, συνιστάται μετάγγιση αιμοπεταλίων (μία δόση ενηλίκου) εάν ο αριθμός των αιμοπεταλίων είναι μικρότερος από 50.000/μL, μετάγγιση πλάσματος (4 μονάδες) εάν το INR > 1,8 και παραγγελία συμπυκνωμένου ινωδογόνου (4 γραμμάρια) ή κρυοïζήματος (10 μονάδες) εάν το επίπεδο ινωδογόνου είναι μικρότερο από 1,5 g / L. Για ασθενείς με σοβαρές διαταραχές πήξης και ενεργό αιμορραγία, μπορεί να εξεταστεί η χορήγηση συμπυκνωμένου συμπλέγματος παραγόντων προθρομβίνης (4F-PCC) (π.χ. 25 μονάδες / kg) αντί του πλάσματος, καθώς στους ασθενείς με νόσο COVID-19 η αποφυγή υπερφόρτωσης με υγρά φαίνεται να είναι σημαντική για την αποφυγή της αναπνευστικής επιδείνωσης. Η αποτελεσματικότητα του τρανεξαμικού οξέος σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 είναι ακόμα άγνωστη.
Για περισσότερα σχόλια, βλέπε και το κεφάλαιο Σημαντικά στοιχεία από την κλινική εμπειρία, στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου COVID -19 ,
Σημείωση
για τη χρήση χλωροκίνης ή υδροξυχλωροκίνης
Ενώ
στις αρχικές συστάσεις των οργανισμών αντιμετώπισης λοιμώξεων και επιδημιών αρκετών
χωρών (συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού ΕΟΔΥ) περιλαμβανόταν η χορήγηση
χλωροκίνης ή υδροξυχλωροκίνης σε
συνδυασμό συνήθως με το αντιβιοτικό της κατηγορίας των μακρολιδών ,
αζιθρομυκίνη, η σύσταση αυτή έχει πλέον αποσυρθεί. Αυτό οφείλεται σε
δεδομένα που προέκυψαν από νεότερες μελέτες που διέψευσαν τα ελπιδοφόρα
στοιχεία που είχαν προκύψει από κάποιες αρχικές μελέτες σε μικρούς αριθμούς
ασθενών.
Στις 22 Μαΐου 2020 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet ανάλυση
δεδομένων από τη χρήση χλωροκίνης και υδροξυχλωροκίνης από 671 νοσοκομεία σε
έξι ηπείρους για τη θεραπεία ασθενών με λοίμωξη COVID-19. Το μητρώο
συμπεριέλαβε ασθενείς που νοσηλεύτηκαν μεταξύ 20 Δεκεμβρίου 2019 και 14
Απριλίου 2020. Από την ανάλυση δεν τεκμηριώθηκε όφελος από τη χρήση της
υδροξυχλωροκίνης ή της χλωροκίνης, όταν χρησιμοποιήθηκαν μόνα τους ή με
μακρολίδη, στη θεραπεία νοσοκομειακών ασθενών με λοίμωξη COVID-19. Αντίθετα, η
χρήση και τα δύο φαρμάκων συσχετίστηκε με μειωμένη επιβίωση στο νοσοκομείο και
αυξημένη συχνότητα κοιλιακών αρρυθμιών, λόγω και της παράτασης του διαστήματος QT που προκαλούν στο ΗΚΓ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ: https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(20)31180-6/fulltext
Αντιμετώπιση
ασθενών με νόσο COVID-19 και ενδείξεις
επιδείνωσης ή κρίσιμη νόσο
Σε νοσηλευόμενους ασθενείς με ενδείξεις επιδείνωσης (επιδείνωση της κλινικής εικόνας δηλ της δύσπνοιας, της ταχύπνοιας, των ακροαστικών ευρημάτων, του πυρετού κλπ, ή επιδείνωση των τιμών στα αέρια αίματος και στο πηλίκο PaO2/FiO2 , ή των ακτινολογικών ευρημάτων με εμφάνιση νέων πνευμονικών διηθημάτων ή επέκταση των υπαρχόντων, ή των εργαστηριακών εξετάσεων-βλέπε και Διαφάνεια -3 παρακάτω) οφείλει ο ιατρός να πράξει τα ακόλουθα:
Η ρεμδεσιβίρη (remdesivir) είναι ένας αναστολέας της RNA πολυμεράσης με in vitro δραστικότητα έναντι πολλαπλών ιών RNA . Η δοσολογία της αναφέρθηκε παραπάνω.
Περισσότερες λεπτομέρειες για αυτά τα φάρμακα αναφέρονται παρακάτω, στην παράγραφο "ερευνητικά θεραπευτικά πρωτόκολλα".
Κρίσιμη νόσος
Οι περισσότεροι ασθενείς με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) εξαιτίας της λοίμωξης COVID-19 θα χρειαστούν διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό.Σοβαρή υποξαιμική αναπνευστική ανεπάρκεια υπάρχει όταν ένας ασθενής με αναπνευστική δυσχέρεια δεν ανταποκρίνεται στην τυπική οξυγονοθεραπεία.
Η απόφαση για διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό
Ασθενείς που εξακολουθούν να εμφανίζουν αναπνευστική δυσχέρεια με εργώδη αναπνοή ή υποξαιμία ακόμη και όταν το οξυγόνο χορηγείται μέσω μίας μάσκας προσώπου με ασκό δεξαμενής σε ροή οξυγόνου 10-15 L / λεπτό ( FiO2 0,60 -0,95) ή μέσω ρινικού καθετήρα υψηλής ροής (HFNC) είναι υποψήφιοι για διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό.Ως προς την απόφαση για διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό λαμβάνονται υπόψη τα εξής:
Δεν είναι ξεκάθαρο αυτή τη στιγμή αν πρέπει να γίνεται προσπάθεια ή όχι για αποφυγή της διασωλήνωσης, για πόσο χρονικό διάστημα και σε ποιους ασθενείς. Ομοίως, για τους θιασώτες της διασωλήνωσης, η βέλτιστη στιγμή για τη διενέργειά της δεν είναι γνωστή.Μέχρι στιγμής έχουν εφαρμοστεί ποικίλες πρακτικές σε διάφορες χώρες και νοσοκομεία, από σχετικά πρώιμη διασωλήνωση μέχρι συνειδητή προσπάθεια αποφυγής διασωλήνωσης με διάφορα μέσα (HFNC, CPAP, πρηνή θέση).
Πρέπει να έχουμε ένα χαμηλό ουδό για διασωλήνωση ασθενών με τα εξής:
● Ταχεία επιδείνωση εντός ωρών
● Όταν δεν υπάρχει βελτίωση της υποξαιμίας με τη χορήγηση > 40 L / λεπτό οξυγόνου με ρινικούς καθετήρες υψηλής ροής και κλάσμα εισπνεόμενου οξυγόνου (FiO2 ) > 0,6.
● Όταν υπάρχει επιδεινούμενη υπερκαπνία, δηλ. αυξανόμενη μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα στο αρτηριακό αίμα (που αποτελεί ένδειξη κόπωσης των αναπνευστικών μυών και ελάττωσης του αερισμού)
● Όταν υπάρχει αιμοδυναμική αστάθεια (σημεία επερχόμενου σοκ) ή ενδείξεις ανεπάρκειας πολλαπλών οργάνων.
Σε μηχανικά αεριζόμενους ενήλικες με COVID-19 που παρουσιάζουν επίμονη υποξαιμία, παρά τη βελτιστοποίηση των παραμέτρων του μηχανικού αερισμού σε συνδυασμό με τον αερισμό σε πρηνή θέση, μπορεί να επιχειρηθεί η τοποθέτηση κυκλώματος εξωσωματικής οξυγόνωσης της κυκλοφορίας μέσω εξωσωματικής μεμβράνης (ECMO- extracorporeal membrane oxygenation). Αυτή είναι μια έσχατη και εξειδικευμένη αντιμετώπιση που μπορεί να χρησιμεύσει ως "γέφυρα" μέχρι τη βελτίωση της αναπνευστικής λειτουργίας, αλλά απαιτεί εξειδίκευση, υποδομή που υπάρχει σε πολύ λίγα νοσοκομεία και κριτήρια επιλογής των κατάλληλων ασθενών.
Η τεχνική αυτή (ECMO) παρέχει τον απαραίτητο χρόνο για την αποκατάσταση της βλάβης
των πνευμόνων, αναλαμβάνοντας την οξυγόνωση του αίματος με τη χρησιμοποίηση συσκευής οξυγονωτή εκτός του πνεύμονα, ενώ παράλληλα αποκαθιστά εμμέσως και τη λειτουργία άλλων οργάνων, όπως το ήπαρ, οι νεφροί και η καρδιά. Αυτό εοιτυγχάνεται επειδή τους παρέχει το απαραίτητο οξυγόνο για τη λειτουργία τους. Σε περιπτώσεις που υπάρχει σημαντική νόσος και της καρδιάς με τη μορφή της βαριάς καρδιακής ανεπάρκειας, τότε με τροποποίηση της τεχνικής μπορεί να επιτευχθεί η αποσυμφόρηση της ανεπαρκούσας καρδιάς και η λειτουργική της βελτίωση.
Η εφαρμογή ECMO έχει φυσικά προσωρινό χαρακτήρα. Παρέχει, όμως, τον απαραίτητο χρόνο στους πνεύμονες και την καρδιά, να «αναπαυθούν» και να αποκαταστήσουν τις βλάβες που υπέστησαν, ώστε μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα να αναλάβουν και πάλι το βάρος των λειτουργιών τους.
Σε περίπτωση σηπτικής καταπληξίας (σόκ):
Προτιμώνται για την ενδοφλέβια χορήγηση υγρών στην οξεία φάση τα κρυσταλλοειδή διαλύματα σε σύγκριση με τα κολλοειδή διαλύματα. Από τα κρυσταλλοειδή διαλύματα το Ringer Lactated (R/L) θεωρείται καλύτερη επιλογή από τον φυσιολογικό ορό (NaCl 0,9%). Αν η ενδοφλέβια χορήγηση υγρών δεν βελτιώσει τη μέση αρτηριακή πίεση και την περιφερική αιμάτωση χορηγούνται αγγειοσυσπαστικές ουσίες.
Για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης της περιφερικής αιμάτωσης των ιστών στην ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, χρησιμοποιείται ο έλεγχος κατά διαστήματα του χρόνου τριχοειδικής επαναπλήρωσης (capillary refilling time), της θερμοκρασίας δέρματος, αλλά και των επιπέδων του γαλακτικού οξέος.
Μία άλλη σημαντική παράμετρος που παρακολουθείται στους ασθενείς με σοκ είναι η μέση αρτηριακή πίεση.
[Ο χρόνος τριχοειδικής επαναπλήρωσης προσδιορίζεται πιέζοντας το δέρμα της τελικής φάλαγγας ενός δακτύλου που βρίσκεται στο ύψος της καρδιάς για λίγα δευτερόλεπτα. Το δέρμα στην περιοχή που ασκήθηκε πίεση θα γίνει ωχρό επειδή αδειάζουν τα τριχοειδή της περιοχής από αίμα. Ελευθερώνεται η πίεση και μετράται ο χρόνος που χρειάζεται για να επανέλθει το χρώμα του δέρματος στην περιοχή που πιέστηκε ώστε να είναι όμοιο με το υπόλοιπο γειτονικό δέρμα. Αυτός ο χρόνος λέγεται χρόνος τριχοειδικής επαναπλήρωσης και φυσιολογικά είναι έως 2 δευτερόλεπτα. Παρατεταμένος χρόνος τριχοειδικής επαναπλήρωσης είναι ένδειξη ελαττωμένης περιφερικής αιματικής ροής όπως συμβαίνει σε αγγειοσύσπαση, καταπληξία (σόκ), ολιγαιμία ή αφυδάτωση, ή περιφερική αρτηριακή νόσο στην εξεταζόμενη περιοχή.]
Από τις αγγειοσυσπαστικές ουσίες προτιμάται η νορεπινεφρίνη, με δεύτερη επιλογή τη βαζοπρεσίνη. Αυτά τα φάρμακα προτιμώνται σε σύγκριση με τη δοπαμίνη, με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες που εξέδωσε διεθνής επιτροπή ειδικών (Ιnternational Surviving Sepsis Campaign: Society of Critical Care Medicine & European Society of Intensive Care Medicine).
Συνιστάται η ρύθμιση της δόσης έγχυσης των αγγειοσυσπαστικών φαρμάκων να γίνεται με στόχο την επίτευξη και διατήρηση μέσης αρτηριακής πίεσης (MAP) 60-65 mmHg (Με τα σημερινά δεδομένα, αυτός θεωρείται ότι είναι ο πλέον ενδεδειγμένος στόχος που πρέπει να επιδιώκεται για τη χορήγηση των αγγειοσυσπαστικών, ούτε χαμηλότερος, αλλά ούτε και υψηλότερος). Στην περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της MAP με την έγχυση της νορεπινεφρίνης θεωρείται προτιμότερο να προστεθεί στη θεραπεία και βασοπρεσίνη, παρά να γίνεται προσπάθεια επίτευξης του στόχου μόνο με την αύξηση της δόσης της νορεπινεφρίνης (με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ιnternational Surviving Sepsis Campaign). Σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 που παρουσιάζουν επίμονη σηπτική καταπληξία, συστήνεται να χορηγείται και αγωγή με χαμηλή δόση κορτικοστεροειδών. Ένα τυπικό σχήμα κορτικοστεροειδών σε σηπτική καταπληξία είναι η ενδοφλέβια υδροκορτιζόνη 200 mg ημερησίως που χορηγείται είτε ως ενδοφλέβια έγχυση είτε σε διακεκομμένες δόσεις (βλέπε και παρακάτω).
Το παρόν διαδικτυακό βιβλίο επικαιροποιείται όταν υπάρχουν νεότερα δεδομένα.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΙ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ ΓΙΑ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ COVID-19 ΛΟΙΜΩΞΗ απο τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ)
Οι παρακάτω αλγόριθμοι έχουν διαμορφωθεί από την Επιτροπή Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων και την Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας. Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη θεραπεία μέχρι τώρα. Ο αλγόριθμος απευθύνεται σε γιατρούς και ακολουθείται κατά την κρίση τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις πιθανές αντενδείξεις των φαρμάκων όπως και αλληλεπιδράσεις με ήδη λαμβανόμενα από τον ασθενή φάρμακα.Τακτικά θα γίνεται επικαιροποίηση αναλόγως των δημοσιευμένων κλινικών μελετών και των οδηγιών των επίσημων διεθνών οργανισμών.
Από ΕΟΔΥ https://eody.gov.gr/neos-koronaios-covid-19/
Οι νεότερες οδηγίες από τον ΕΟΔΥ ελήφθησαν πλήρως υπόψη κατά τη συγγραφή και τροποποίηση του παρόντος κεφαλαίου του διαδικτυακού βιβίου για τη νόσο COVID-19 και υπάρχουν στο σύνδεσμο:Επιδείνωση αναπνευστικής λειτουργίας υπάρχει όταν συμβαίνει άτι από τα εξής :
- SatO2 ≤ 93%
- PaO2 /FiO2 < 300 mm Hg
- Aναπνοές > 24/min
• ΑRDS/ανάγκη μηχανικού αερισμού2
• Shock
•Κλινικοεργαστηριακά δεδομένα συνδρόμου απελευθέρωσης κυτταροκινών4
- ↑ CRP > 5 mg/dl( όριο 0.5 mg/dL.)
- ↑ Φερριτίνης (> 1000 μg/L)
- ↑ LDH (> 250 U/L
- ↑ D-dimers (1000 ng/mL)
- ↓ λεμφοκυττάρων (< 800/μL)
Τότε (σε ενδείξεις επιδείνωσης) συστήνονται τα εξής :
• Aποκλεισμός βακτηριακής επιλοίμωξης (μέτρηση προκαλσιτονίνης, διεύρυνση του φάσματος
της αντιμικροβιακής αγωγής)
• Αναζήτηση άλλων αιτίων επιδείνωσης, π.χ. επιδείνωση καρδιακής ανεπάρκειας,
μυοκαρδίτιδας οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, πνευμονική εμβολή, φαρμακευτική τοξικότητα
• Εξετάστε τη δυνατότητα συμμετοχής στη μελέτη με το φάρμακο Remdesivir (εγκρίθηκε τυχαιοποιημένη μελέτη από ΕΟΦ, Remdesivir vs Placebo).
•Εξετάστε τη δυνατότητα χορήγησης γλυκοκορτικοειδών ή και ανοσοτροποποιητικής θεραπείας (π.χ. τοσιλιζουμάμπη, ανακίνρα) είτε μέσω εγκεκριμένων ερευνητικών πρωτοκόλλων με μέτρηση επιπρόσθετων βιολογικών δεικτών (π.χ. suPAR, IL-6, IL-1, άλλοι) είτε μέσω της διαδικασίας ΣΗΠ κατά την φάση επιδείνωσης της νόσου και πριν την διασωλήνωση
Οι οδηγίες θα αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με νεότερα επιστημονικά δεδομένα για την νόσο COVID-19 συνεπώς είναι απαραίτητο οι κλινικοί ιατροί να επισκέπτονται τακτικά την ιστοσελίδα του ΕΟΔΥ https://eody.gov.gr/neos-koronaios-covid-19/
Νόσος κοροναϊού SARS-CoV-2 (COVID-19): Εργαστηριακά ευρήματα ενδεικτικά επιδείνωσης ή σοβαρής λοίμωξης-από το θεραπευτικό αλγόριθμο του ΕΟΔΥ |
Ερευνητικά θεραπευτικά πρωτόκολλα-δοκιμαζόμενες θεραπείες
Εδώ αναφέρονται συνοπτικά δεδομένα για θεραπείες που έχουν δοκιμαστεί και έχουν δείξει ευνοϊκά αποτελέσματα στις κλινικές μελέτες, όπως η ρεμδεσιβίρη, τα γλυκοκορτικοειδή, τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά της πρωτεϊνης S του ιού SARS-CoV-2, η μπαρισιτινίμπη και η τοσιλιζουμάμπη
Ωστόσο, αναφέρονται και τα δεδομένα για άλλες θεραπείες που δεν συνιστώνται ή δεν έχουν έως τώρα καταδείξει ευνοϊκά αποτελέσματα, όπως η χλωροκίνη, η ιβερμεκτίνη και ο συνδυασμός ριτοναβίρης λοπιναβίρης.
Τα δεδομένα για τα γλυκοκορτικοειδή και ιδιαίτερα για τη δεξαμεθαζόνη αναφέρθηκαν παραπάνω (μελέτη RECOVERY που έδειξε ότι η δεξαμεθαζόνη μείωσε τη θνητότητα σε ασθενείς με COVID-19 που λάμβαναν οξυγόνο). Συνεπώς, τα γλυκοκορτικοειδή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, συστήνεται από τις υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες να χορηγούνται σε ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19, δηλαδή εκείνους που έχουν ιογενή πνευμονία με υποξυγοναιμία καθώς επίσης και στους ασθενείς με κρίσιμη νόσο (που αντιμετωπίζονται με επεμβατικό μηχανικό αερισμό ή με ECMO). Δεν συστήνεται να χορηγούνται σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια νόσο και γενικά στα αρχικά στάδια της νόσου COVID-19.
Η μπαρισιτινίμπη -baricitinib (Olumiant, Eli Lilly) έχει δείξει σε κλινική δοκιμή χορηγούμενη σε συνδυασμό με ρεμδεσιβίρη όφελος ιδιαίτερα σε ασθενείς με βαριά νόσο COVID-19 που λάμβαναν εντατική οξυγονοθεραπεία με οξυγόνο υψηλής ροής, ή με μη επεμβατικό μηχανικό αερισμό. Η μπαρισιτινίμπη (baricitinib) ανήκει στα ανοσοτροποποιητικά φάρμακα, δηλαδή στα φάρμακα που επηρεάζουν τις διεργασίες των λειτουργιών του ανοσοποιητικού συστήματος και της φλεγμονής. Πρόκειται για έναν αναστολέα της κινάσης του Ιανού (Janus kinase -JAK), ενώ αναγνωρίζεται επίσης ότι παράλληλα είναι και αναστολέας της κινάσης NAK. Με την αναστολή αυτών των κινασών μειώνει διάφορους χημικούς μεσολαβητές της φλεγμονής (περιορίζει τη δράση των κυτοκινών).
Η μελέτη (κλινική δοκιμή) NIAID αξιολόγησε το συνδυασμό της baricitinib (4 mg από το στόμα, ημερησίως έως 14 ημέρες) και της remdesivir (100 mg IV ημερησίως έως 10 ημέρες) (ομάδα του θεραπευτικού συνδυασμού- 515 ασθενείς) σε σύγκριση με τη remdesivir συν εικονικό φάρμακο (ομάδα ελέγχου-518 ασθενείς). Οι ασθενείς που έλαβαν το baricitinib + remdesivir είχαν κατά μέσο όρο ταχύτερη ανάρρωση σε σύγκριση με τους ασθενείς της ομάδας ελέγχου, με στατιστικά σημαντική διαφορά (P = 0,03), ενώ παρουσίασαν σε μεγαλύτερο ποσοστό βελτίωση της κλινικής τους κατάστασης μέχρι την 15η ημέρα. Αυτοί που λάμβαναν οξυγόνο υψηλής ροής ή μη επεμβατικό αερισμό κατά την ένταξή τους στη μελέτη είχαν χρονικό διάστημα μέχρι την κλινική βελτίωση 10 ημερών με τη συνδυασμένη θεραπεία και 18 ημερών στην ομάδα ελέγχου.. Επιπλέον η θνητότητα και η συχνότητα εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων κλινικών συμβάντων (σοβαρών επιπλοκών της νόσου) ήταν μικρότερη στην ομάδα της συνδυασμένης θεραπείας από ό, τι στην ομάδα ελέγχου. Η θνητότητα των 28 ημερών ήταν 5,1% στην ομάδα του θεραπευτικού συνδυασμού και 7,8% στην ομάδα ελέγχου, ενώ η συχνότητα εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων κλινικών συμβάντων ήταν στην ομάδα της συνδυασμένης θεραπείας 16,0% , έναντι 21,0%, στην ομάδα ελέγχου (Ρ = 0,03).
Ανοσοτροποποιητική θεραπεία
Mεγάλη έρευνα επικεντρώνεται στη χρήση της τοσιλιζουμάμπης (tocilizumab). Πρόκειται για μονοκλωνικό αντίσωμα IgG1, εναντίον του υποδοχέα της ιντερλευκίνης 6 ( IL-6) και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.Ένα άλλο μονοκλωνικό αντίσωμα που επίσης αναστέλλει τη δράση της IL-6 στους υποδοχείς της και χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι η σαριλουμάμπη (sarilumab). Και αυτή η ουσία είναι υπό δοκιμή για ασθενείς με πνευμονία από τη νόσο COVID-19.Δοσολογία ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων
Χρόνοι ημιζωής και διάρκεια παραμονής στον οργανισμό : υπάρχουν δεδομένα από προηγούμενη χρήση των φαρμάκων αυτών σε φλεγμονώδη νοσήματα, κυρίως τη ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ).
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Tocilizumab και SarilumabΚατά την περίοδο χορήγησης της TCZ πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση ζωντανών εμβολίων λόγω του κινδύνου λοιμώξεων.
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ESCAPE ΚΑΙ SAVE
Υπάγεται και αυτή στις ανοσοτροποποιητικές θεραπείες, και έχει δείξει ελπιδοφόρα αποτελέσματα σε ασθενείς με βαριά νόσο, σε συνδυασμό με το αντι-ιικό φάρμακο ρεμδεσιβίρη. Αναφέρθηκε σε παραπάνω παράγραφο
Θεραπεία με πλάσμα από αναρρωνύοντες ασθενείς με λοίμωξη COVID-19
Η κολχικίνη στη λοίμωξη από κορονοϊό SARS-CoV-2 (νόσο COVID-19)
Η κολχικίνη είναι φάρμακο με αντιφλεγμονώδη δράση, το οποίο περιγράφεται κλασικά ως θεραπευτική αντιμετώπιση για την ουρική αρθρίτιδα, την οξεία περικαρδίτιδα και επίσης συστήνεται για τη θεραπεία του συνδρόμου μετά από περικαρδιοτομή.Η λογική της δοκιμής της θεραπείας με κολχικίνη σε ασθενείς με τη νόσο COVID-19 βασίζεται στα εξής: Η κολχικίνη είναι ένας μη ειδικός αναστολέας του NLRP3 φλεγμονοσώματος (NLRP3 inflammasome) το οποίο όπως αναφέρεται παρακάτω εμπλέκεται στην παθοφυσιολογία της πνευμονικής και ίσως και της καρδιακής βλάβης που προκαλεί ο ιός. To φλεγμονόσωμα NLRP3 είναι ένα πολυμερές σύμπλεγμα πρωτεϊνών που προκαλεί την έναρξη της διεργασίας μίας φλεγμονώδους μορφής κυτταρικού θανάτου και επάγει την έκλυση προφλεγμονωδών κυτοκινών. (Για περισσότερα στοιχεία που εξηγούν τι είναι οι κυτοκίνες και ποιος είναι ο ρόλος τους βλέπε το κεφάλαιο για την αιτιολογία και παθοφυσιολογία της λοίμωξης COVID-19). Μέσω της καταστολής του φλεγμονοσώματος NLRP3 η κολχικίνη ελαττώνει και την τοπική παραγωγή ιντερλευκινών, οι οποίες επίσης μετέχουν στην παθοφυσιολογία της φλεγμονής που προκαλεί ο κορωνοϊός.
Για τη δοσολογία της κολχικίνης σε ασθενείς με τη νόσο COVID-19 βλέπε στο τέλος αυτής της παραγράφου, τη δοσολογία που χρησιμοποιείται στη μελέτη GRECCO. Οι αντενδείξεις της κολχικίνης περιλαμβάνουν τους ασθενείς με υπερευαισθησία (αλλεργία) στην κολχικίνη, τους ασθενής με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (και εκείνους που θεραπεύονται με αιμοκάθαρση), σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, ή με αιματολογικές δυσκρασίες και την εγκυμοσύνη. Η συχνότερη παρενέργεια της κολχικίνης που μπορεί να παρατηρηθεί (αν και σε μικρές δόσεις οι παρενέργειες είναι σπάνιες) είναι οι γαστρεντερικές διαταραχές (κοιλιακά άλγη,ναυτία, έμετος, διάρροια). Άλλες παρενέργειες που έχουν παρατηρηθεί σπανίως είναι αιματολογικές δυσκρασίες (απλαστική αναιμία, λευκοπενία, θρομβοκυττοπενία), μυοπάθεια, (ακόμα πιο σπάνια ραβδομυόλυση) και ηπατοτοξικότητα.
Όσον αφορά τους νοσούντες από COVID-19, η κολχικίνη δοκιμάζεται θεραπευτικά προκειμένου να ελεγχθεί αν μπορεί να προσφέρει κάποιο βαθμό προστασίας της καρδιάς και των πνευμόνων από τις συνέπειες της φλεγμονώδους διεργασίας που προκαλείται από τη λοίμωξη COVID-19. Στη λοίμωξη COVID-19 φαίνεται από τις πρώτες αναφορές ότι το μυοκάρδιο προσβάλλεται αρκετά συχνά (20-60%). Σε μελέτη από το αρχικό επίκεντρο της επιδημίας στην Wuhan σε 191 ασθενείς, η κίνηση ενζύμων μυοκαρδιακής νέκρωσης συνδέεται ως ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας με αυξημένη πιθανότητα να χρειαστεί μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Σε άλλη μελέτη από τη Wuhan μεταξύ 150 ατόμων με COVID-19 το 7% των θανάτων οφειλόταν σε μυοκαρδίτιδα με κυκλοφορική ανεπάρκεια ενώ στο 33% η μυοκαρδίτιδα είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην τελική δυσμενή κλινική έκβαση. Επιπλέον, οι νοσούντες από COVID-19 συχνά αναπτύσσουν σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας και οξεία πνευμονική βλάβη (ARDS/ALI). Σε πειραματικά μοντέλα έχει δειχθεί ότι το φλεγμονόσωμα NLRP3 (NLRP3 inflammasome) αποτελεί βασικό διαμεσολαβητή για την πρόκληση της πνευμονικής βλάβης (ARDS/ALI). Έχει ήδη καταδειχθεί in vitro ότι πρωτεΐνες του SARS-CoV-2 προάγουν την ενεργοποίηση του φλεγμονοσώματος NLRP3. Εξάλλου η είσοδος του SARS-CoV-2 στο κύτταρο μπορεί να εξαρτάται από την διαμεσολαβούμενη από την κλαθρίνη ενδοκυττάρωση, μια διαδικασία η οποία εν μέρει ρυθμίζεται από αναδιαμόρφωση των μικροσωληνίσκων.
Όσον αφορά τη φαρμακολογία της κολχικίνης, ισχύουν τα εξής: Η κολχικίνη είναι ένα λιποδιαλυτό αλκαλοειδές, το οποίο μετά από του στόματος λήψη απορροφάται από το βλεννογόνο της νήστιδας και του ειλεού και η μέγιστη συγκέντρωση της στο πλάσμα επιτυγχάνεται μετά από 1-2 ώρες από μία μόνο δόση. Η μέγιστη αντιφλεγμονώδης δράση της αναπτύσσεται σε διάστημα 24 έως 48 ωρών.
Ασκεί τη δράση της μέσω πρόσδεσης σε διμερή τουμπουλίνης με αποτέλεσμα να έχει αντιμιτωτική δράση (ανασταλτική της κυτταρικής διαίρεσης). Η τουμπουλίνη είναι το βασικό συστατικό των μικροσωληνίσκων (microtubules) Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε, η κολχικίνη είναι ένας μη ειδικός αναστολέας του NLRP3 φλεγμονοσώματος και μεγάλο μέρος της δράσης της μπορεί να οφείλεται σε αυτό. Η κολχικίνη έχει δειχθεί ότι περιορίζει την παραγωγή της IL-1β ως απόκριση σε διάφορους επαγωγείς του NLRP3 φλεγμονοσώματος με δοσοεξαρτώμενο τρόπο. Για παράδειγμα, η χορήγηση κολχικίνης σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο κατέστειλε αποτελεσματικά την τοπική παραγωγή των ιντερλευκινών IL-1b, IL-18 και IL-6, γεγονός που αποδόθηκε σε αναστολή της δράσης του φλεγμονοσώματος. Έχει χορηγηθεί με ασφάλεια σε ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, τόσο σε οξεία φάση όσο και στη μετεμφραγματική περίοδο.
Με βάση τα παραπάνω, διενεργήθηκε ελληνική πολυκεντρική μελέτη, ονομαζόμενη GRECCO-19, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένονται και έχουν σταλεί για διεθνή δημοσίευση.
Στη μελέτη αυτή η δόση της κολχικίνης που μελετήθηκε για πιθανή καρδιοπροστασία ήταν 0,5 mg ανά 12 ωρο ή ανά 24ωρο (για ασθενείς σωματικού βάρους πάνω ή κάτω από 60 Kg αντίστοιχα), μετά από αρχική δόση φόρτισης 1,5 ή 1 mg (ανάλογα με την ταυτόχρονη ή όχι χρήση αζιθρομυκίνης)
Σύνδεσμος : https://clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT04326790?term=colchicine&cond=COVID&draw=2&rank=6
Αυτή τη στιγμή βρίσκονται καταχωρισμένες, πέρα από την GRECCO-19, άλλες 9 μελέτες για το ρόλο της κολχικίνης στη λοίμωξη από COVID-19 στην επίσημη ιστοσελίδα κλινικών μελετών του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ (NIH), www.clinicaltrials.gov, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα δημοσιευμένα αποτελέσματα από τη χρήση της κολχικίνης σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19.
Ανασυνδυασμένη ανθρώπινη γελσολίνη πλάσματος
Η ιβερμεκτίνη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία αρκετών παρασιτικών λοιμώξεων (συμπεριλαμβανομένων των ελμινθιάσεων και της ψώρας), έχει αποδειχθεί ότι έχει αντι-ιική δραστηριότητα ευρέος φάσματος in vitro (δηλαδή εκτός του ζωντανού οργανισμού), αναστέλλοντας τον πολλαπλασιασμό του SARS-CoV-2, και διάφορων άλλων ιών σε κυτταρικές καλλιέργειες. Ωστόσο, οι φαρμακοκινητικές και φαρμακοδυναμικές μελέτες καταδεικνύουν ότι η επίτευξη των συγκεντρώσεων στο πλάσμα που είναι απαραίτητες για την αντι-ική δράση εναντίον του SARS-CoV-2 θα απαιτούσε χορήγηση δόσεων έως και 100 φορές υψηλότερες από αυτές που είναι εγκεκριμένες για χρήση σε ανθρώπους. Η ιβερμεκτίνη δεν έχει εγκριθεί για τη θεραπεία ιογενών λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένης και της λοίμωξης από τον SARS-CoV-2. Επειδή οι μελέτες σχετικά με τη χρήση της ιβερμεκτίνης σε ασθενείς με νόσο COVID-19 που έχουν δημοσιευτεί έχουν σημαντικούς μεθοδολογικούς περιορισμούς, η επιτροπή κατευθυντήριων γραμμών θεραπείας για τη νόσο COVID-19 του NIH δεν συνιστά τη χορήγηση ιβερμεκτίνης για τη θεραπεία του COVID-19, εκτός αν γίνει στα πλαίσια κλινικής δοκιμής.
Για τη χλωροκίνη υπάρχουν δεδομένα από 7 μελέτες και άλλες 29 μελέτες σε εξέλιξη.Από τις 7 μελέτες, οι 5 έδειξαν όφελος ενώ οι 2 δεν έδειξαν διαφορά σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Και οι 7 μελέτες είχαν σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα.
Από ανάλυση των έως τώρα μελετών, το συμπέρασμα ήταν ότι δεν προκύπτουν επαρκή στοιχεία για να γίνει σαφής σύσταση βασισμένη σε αποδείξεις για συστηματική χρήση χλωροκίνης στη λοίμωξη COVID-19.
Σύνδεσμος : https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/32359203
Από αναδρομική μελέτη 1061 ασθενών στη Γαλλία βγήκε το συμπέρασμα ότι η πρώιμη (κατά τη στιγμή της διάγνωσης) χρήση υδροξυχλωροκίνης και αζιθρομυκίνης ήταν ασφαλής και συνοδευόταν από χαμηλό ποσοστό θνητότητας, με καλή έκβαση αλλά και ιολογική ίαση στις 10 ημέρες σε ποσοστό περίπου 92%
Σύνδεσμος : https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/32387409
Αντίθετα, σε αναδρομική μελέτη στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης (ΗΠΑ), η χρήση υδροξυχλωροκίνης ή/και αζιθρομυκίνης δεν διέφερε από τη μη χρήση φαρμάκου ως προς τη θνητότητα. Υπήρχαν σημαντικά μεθοδολογικά ζητήματα, καθώς οι ασθενείς με σοβαρότερη νόσο ή/και παράγοντες κινδύνου για επιδείνωση ήταν πιο πιθανό να λάβουν φαρμακευτική αγωγή. Επίσης η πιθανότητα καρδιακής ανακοπής ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα που έλαβε και τα 2 φάρμακα, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία ελέγχου του διαστήματος QTc στο ΗΚΓ σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που παρατείνουν το QT, όπως συμβαίνει και με τον παραπάνω συνδυασμό φαρμάκων.
Σύνδεσμος : https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/32392282
Συνεπώς τα ευρήματα της μελέτης ήταν ενθαρρυντικά υπέρ της τριπλής αγωγής. Ωστόσο, επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι σε ποιους ασθενείς "αξίζει τον κόπο" να χορηγηθεί το τριπλό σχήμα, καθότι υπενθυμίζεται ότι επρόκειτο για ασθενείς με ήπια κλινική εικόνα κατά την εισαγωγή στη μελέτη.
https://pubs.rsna.org/doi/10.1148/radiol.2020201908
Μελέτη Solidarity
Η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη (που περιλαμβάνονται και στο θεραπευτικό πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,) με βάση ευρήματα από προκαταρκτικές μελέτες.
Η ιντερφερόνη- άλφα.( Alpha-interferon 5 εκατομμύρια μονάδες σε εισπνοή αερολύματος x 2 φορές ημερησίως για 5 ημέρες).
Οδηγίες για ασθενείς με νόσο COVID-19 και καρδιαγγειακά προβλήματα
Βλέπε τις οδηγίες από την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία :
Από τις Ομάδες Εργασίας Αρτηριακής Υπέρτασης, Υπερηχοκαρδιογραφίας, Πνευμονικής Υπέρτασης και Συγγενών Καρδιοπαθειών, Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης, Αιμοδυναμικής, Αρρυθμιών και Ηλεκτροφυσιολογίας, Αξονικής -Μαγνητικής Απεικόνισης. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ COVID-19, ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ |
Αναστολείς Μετατρεπτικού Ενζύμου Αγγειοτενσίνης (ΑΜΕΑ) /Αναστολείς Υποδοχέα Αγγειοτενσίνης II (ΑΥΑΙΙ):
Συνεπώς, με βάση τα δεδομένα έως τώρα συνιστώνται τα εξής:
Αν ο ασθενής παίρνει ήδη τα φάρμακα αυτά, να συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της νοσηλείας, εκτός αν προκύψουν άλλοι λόγοι διακοπής, όπως γνωστή και σημαντική παρενέργεια των φαρμάκων αυτών, υπόταση ή οξεία επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας.
Βλέπε και κεφάλαιο: Υπέρταση και λοίμωξη COVID-19
Στατίνες και λόιμωξη COVID-19
Οι περισσότεροι ειδικοί συστήνουν τη συνέχιση των στατινών σε ασθενείς με νόσο COVID-19 λαμβάνοντας υπόψη και ότι μεγάλο ποσοστό των ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19 έχουν υποκείμενη καρδιαγγειακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη, δηλαδή παθήσεις στις οποίες οι στατίνες έχουν επωφελή επίδραση στη μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Εξάλλου τα οξέα καρδιακά επεισόδια αποτελούν μία επιπλοκή που έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19. Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή σε ασθενείς που εμφανίζουν σημαντική άνοδο των ηπατικών ενζύμων, στους οποίους μπορεί να χρειαστεί διακοπή της στατίνης (με δεδομένο ότι η άνοδος των τρανσαμινασών συμβαίνει συχνά στη λοίμωξη COVID-19). Δεν είναι διευκρινισμένο αν οι στατίνες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πορεία της νόσου SARS-CoV-2, αν και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις από αναδρομικές μελέτες ότι η χρήση στατίνης σχετίζεται με χαμηλότερο ποσοστό εισαγωγής σε ΜΕΘ ή θανάτου σε ασθενείς με COVID-19. Από παθοφυσιολογικής πλευράς ενδεχομένως παίζει ρόλο η αντιφλεγμονώδης επίδραση των στατινών, που αναστέλλουν την οδό MYD88, η οποία συμμετέχει στην πρόκληση έντονης φλεγμονής.
Σημαντικά στοιχεία από την κλινική εμπειρία, στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου covid -19
Σημαντικά στοιχεία από την κλινική εμπειρία, στη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου covid -19
Σχετικά με την αντιπυρετική αγωγή είναι σκόπιμο να αποφεύγονται τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDS), ενώ καλό είναι να αποφεύγεται και η επιθετική αντιπυρετική αγωγή με παρακεταμόλη, ειδικά αν ο πυρετός γίνεται καλά ανεκτός. Είναι πιθανό ότι πυρετός στην περιοχή του 38 μπορεί και να επιδρά θετικά στην πορεία της λοίμωξης.
Σχετικά με την αντιπηκτική αγωγή Συνιστάται άμεση έναρξη προφυλακτικής αντιπηκτικής αγωγής σε όλα τα περιστατικά, ανάλογα με το σωματικό βάρος και τη νεφρική λειτουργία. Σε κολπική μαρμαρυγή συνιστάται η άμεση έναρξη ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους σε θεραπευτική δόση. Είναι προτιμητέα η μη χρήση ή η διακοπή άλλων αντιπηκτικών κατά τη διάρκεια της νοσηλείας (Μπορεί να γίνει επανέναρξη από του στόματος αντιπηκτικού , όταν πλησιάζει ο χρόνος της εξόδου του ασθενούς από το νοσοκομείο)
Σχετικά με την αντιβιοτική αγωγή, επί υποψίας πιθανής επιλοίμωξης (δευτερογενούς βακτηριακής λοίμωξης ) ή πιθανής συνύπαρξης λοίμωξης από μικροβιακά αίτια, γίνεται έναρξη αντιβιοτικής αγωγής χωρίς καθυστέρηση .Τέτοια υποψία μπορεί να τεθεί από την κλινική εικόνα, πχ. την κλινική επιδείνωση, ή από τα ακτινολογικά και εργαστηριακά ευρήματα). Σε περίπτωση κλινικής επιδείνωσης, έστω και αν δεν υπάρχουν μικροβιολογικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη επιλοίμωξης κρίνεται σκόπιμη η ταχεία προσθήκη και αντιβιοτικής αγωγής στη θεραπεία (δηλαδή η έως τώρα κλινική εμπειρία τείνει να συνιστά ένα "χαμηλό ουδό" χρήσης των αντιβιοτικών στους ασθενείς με λοίμωξη COVID-19).
Επιστροφή στην αρχική σελίδα -Πίνακα -Περιεχομένων
Βιβλιογραφία-σύνδεσμοι
Beigel JH, Tomashek K, Dodd L, et al. Remdesivir for the treatment of COVID-19—final report. N Engl J Med. 2020; Published online ahead of print. Available at: https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMoa2007764
Ελληνική Εταιρεία Επείγουσας Ιατρικής. Εγχειρίδιο κατευθυντήριων οδηγιών για τη λειτουργία των ΤΕΠ κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Εγχειρίδιο κατευθυντήριων οδηγιών για τη λειτουργία των ΤΕΠ κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19
Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία
COVID-19, ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ |
Από τις Ομάδες Εργασίας Αρτηριακής Υπερτασης, Υπερηχοκαρδιογραφίας, Πνευμονικής Υπέρτασης και Συγγενών Καρδιοπαθειών, Καρδιοαναπνευστικής Αναζωογόνησης, Αιμοδυναμικής, Αρρυθμιών και Ηλεκτροφυσιολογίας, Αξονικής -Μαγνητικής Απεικόνισης.ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ COVID-19, ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ |
ΕΟΔΥ (Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας) Θεραπεία ασθενών με λοίμωξη από το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2 -σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Θεραπεία ασθενών με λοίμωξη από το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Features, Evaluation and Treatment of Coronavirus (COVID-19)
Centers for disease control and prevention (CDC:
Coronavirus Disease 2019 (COVID-19)
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Interim Clinical Guidance for Management of Patients with Confirmed Coronavirus Disease (COVID-19)
Elsevier com Coronavirus information center-Clinical information ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ https://www.elsevier.com/connect/coronavirus-information-center#clinical-information
Murthy S, Gomersall CD, Fowler RA. Care for Critically Ill Patients With COVID-19. JAMA. Published online March 11, 2020. doi:10.1001/jama.2020.3633
Alhazzani, W., Møller, M.H., Arabi, Y.M. et al. Surviving Sepsis Campaign: guidelines on the management of critically ill adults with Coronavirus Disease 2019 (COVID-19). Intensive Care Med 2020. https://doi.org/10.1007/s00134-020-06022-5
Morteliti MP, et al. Acute Respiratory Distress Syndrome. American Family Physician 2002;65:1823-1830.
Smith EC, Blanc H, Surdel MC, Vignuzzi M, Denison MR : Coronaviruses lacking exoribonuclease activity are susceptible to lethal mutagenesis: evidence for proofreading and potential therapeutics. PLoS Pathog. 2013 Aug;9(8):e1003565. doi: 10.1371/journal.ppat.1003565. Epub 2013 Aug 15.
FACT SHEET FOR HEALTH CARE PROVIDERS EMERGENCY USE AUTHORIZATION (EUA) OF REMDESIVIR (GS-5734™)
Marietta M, Ageno W, Artoni A, et al. COVID-19 and haemostasis: a position paper from Italian Society on Thrombosis and Haemostasis (SISET). Blood Transfus. 2020 May;18(3):167-169. doi: 10.2450/2020.0083-20. Epub 2020 Apr 8. PMID: 32281926.
http://www.sah.org.ar/pdf/covid-19/083-20_pre-publishing.pdf
COVID-19 and Coagulopathy: Frequently Asked Questions
(Version 3.0; last updated May 18, 2020). American Society of Hematology. COVID-19 resources
Input from Drs. Agnes YY Lee, Jean M Connors, Lisa Baumann Kreuziger, Mike Murphy, Terry Gernsheimer, Yulia Lin, Menno Huisman, and Maria DeSancho https://www.hematology.org/covid-19/covid-19-and-coagulopathy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου